Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
σωτήρ
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
ταγεία
ταγεύω
View word page
σωφρονικός
σωφρονικός σωφρονικός, ή, όν σώφρων naturally temperate, moderate, sober, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.
ShortDef
naturally temperate, moderate, sober
Debugging
Headword:
σωφρονικός
Headword (normalized):
σωφρονικός
Headword (normalized/stripped):
σωφρονικος
IDX:
32011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32047
Key:
swfroniko/s
Data
{'content': 'σωφρονικός\n σωφρονικός, ή, όν\n σώφρων\n naturally temperate, moderate, sober, Xen., etc.:—adv. -κῶς, Ar.', 'key': 'swfroniko/s'}