Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σῶς
σωστέος
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
σωτήρ
σωφρονέω
σωφρόνημα
σωφρονητέον
σωφρονητικός
σωφρονίζω
σωφρονικός
σωφρονιστήρ
σωφρονιστής
σωφροσύνη
σώφρων
σώχω
σώω
τάβλα
ταβλιόπη
View word page
σωφρονητικός
σωφρονητικός σωφρονητικός, ή, όν = σωφρονικός, Xen.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σωφρονητικός
Headword (normalized):
σωφρονητικός
Headword (normalized/stripped):
σωφρονητικος
IDX:
32009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32045
Key:
swfronhtiko/s
Data
{'content': 'σωφρονητικός\n σωφρονητικός, ή, όν\n = σωφρονικός, Xen.', 'key': 'swfronhtiko/s'}