Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
σωτήρ
σωφρονέω
σωφρόνημα
View word page
σωρός
σωρός σωρός, οῦ, ὁ, σορός a heap, Lat. acervus, Hes., etc. generally, a heap, quantity, Ar.
ShortDef
a heap
Debugging
Headword:
σωρός
Headword (normalized):
σωρός
Headword (normalized/stripped):
σωρος
IDX:
31997
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32033
Key:
swro/s
Data
{'content': 'σωρός\n σωρός, οῦ, ὁ,\n σορός\n a heap, Lat. acervus, Hes., etc.\n generally, a heap, quantity, Ar.', 'key': 'swro/s'}