Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
σωτήρ
σωφρονέω
View word page
σωρηδόν
σωρηδόν by heaps, in heaps, Anth. from σωρός

ShortDef

by heaps, in heaps

Debugging

Headword:
σωρηδόν
Headword (normalized):
σωρηδόν
Headword (normalized/stripped):
σωρηδον
IDX:
31996
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32032
Key:
swrhdo/n

Data

{'content': 'σωρηδόν\n by heaps, in heaps, Anth.\n from σωρός', 'key': 'swrhdo/n'}