Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
σωτήριος
View word page
σώρευμα
σώρευμα σώρευμα, ατος, τό, a heap, pile, Xen. from σωρεύω
ShortDef
a heap, pile
Debugging
Headword:
σώρευμα
Headword (normalized):
σώρευμα
Headword (normalized/stripped):
σωρευμα
IDX:
31994
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32030
Key:
sw/reuma
Data
{'content': 'σώρευμα\n σώρευμα, ατος, τό,\n a heap, pile, Xen.\n from σωρεύω', 'key': 'sw/reuma'}