Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
σῶστρα
σώτειρα
σωτηρία
View word page
σωρείτης
σωρείτης σωρείτης, ου, ὁ, σωρός masc. adj. heaped up: ὁ σωρείτης συλλογισμός a sorites or heap of syllogisms, the conclusion of one forming the premiss of the next, Luc.

ShortDef

heaped up

Debugging

Headword:
σωρείτης
Headword (normalized):
σωρείτης
Headword (normalized/stripped):
σωρειτης
IDX:
31993
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32029
Key:
swrei/ths

Data

{'content': 'σωρείτης\n σωρείτης, ου, ὁ,\n σωρός\n masc. adj. heaped up: ὁ σωρείτης συλλογισμός a sorites or heap of syllogisms, the conclusion of one forming the premiss of the next, Luc.', 'key': 'swrei/ths'}