Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
σῶστρα
View word page
σωπάω
σωπάω σωπάω, Doric and poet. for σιωπάω.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
σωπάω
Headword (normalized):
σωπάω
Headword (normalized/stripped):
σωπαω
IDX:
31991
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32027
Key:
swpa/w

Data

{'content': 'σωπάω\n σωπάω,\n Doric and poet. for σιωπάω.', 'key': 'swpa/w'}