Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
σωστέος
View word page
σωματοφυλάκιον
σωματοφυλάκιον σωμᾰτο-φῠλάκιον, ου, τό, φυλακή a place where a body is kept, a sepulchre, Luc.

ShortDef

a place where a body is kept, a sepulchre

Debugging

Headword:
σωματοφυλάκιον
Headword (normalized):
σωματοφυλάκιον
Headword (normalized/stripped):
σωματοφυλακιον
IDX:
31990
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32026
Key:
swmatofula/kion

Data

{'content': 'σωματοφυλάκιον\n σωμᾰτο-φῠλάκιον, ου, τό,\n φυλακή\n a place where a body is kept, a sepulchre, Luc.', 'key': 'swmatofula/kion'}