Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
σῶς
View word page
σωματοφθορέω
σωματοφθορέω σωμᾰτο-φθορέω, φθείρω to corrupt the body, Aesch.
ShortDef
to corrupt the body
Debugging
Headword:
σωματοφθορέω
Headword (normalized):
σωματοφθορέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοφθορεω
IDX:
31989
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32025
Key:
swmatofqore/w
Data
{'content': 'σωματοφθορέω\n σωμᾰτο-φθορέω,\n φθείρω\n to corrupt the body, Aesch.', 'key': 'swmatofqore/w'}