Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
σωρός
σωσίπολις
View word page
σωματοποιέω
σωματοποιέω σωμᾰτο-ποιέω, fut. -ήσω to make into a body, to consolidate, organise, Polyb. to provide with bodily strength, to recruit, Polyb.

ShortDef

to make into a body, to consolidate, organise

Debugging

Headword:
σωματοποιέω
Headword (normalized):
σωματοποιέω
Headword (normalized/stripped):
σωματοποιεω
IDX:
31988
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32024
Key:
swmatopoie/w

Data

{'content': 'σωματοποιέω\n σωμᾰτο-ποιέω,\n fut. -ήσω\n to make into a body, to consolidate, organise, Polyb.\n to provide with bodily strength, to recruit, Polyb.', 'key': 'swmatopoie/w'}