Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
σωρεύω
σωρηδόν
View word page
σωμάτιον
σωμάτιον σωμάτιον (ᾰ), ου, τό, Dim. of σῶμα a poor body, Isocr.
ShortDef
a poor body
Debugging
Headword:
σωμάτιον
Headword (normalized):
σωμάτιον
Headword (normalized/stripped):
σωματιον
IDX:
31986
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32022
Key:
swma/tion
Data
{'content': 'σωμάτιον\n σωμάτιον (ᾰ), ου, τό,\n Dim. of σῶμα\n a poor body, Isocr.', 'key': 'swma/tion'}