Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
σώρακος
σωρείτης
σώρευμα
View word page
σωμασκία
σωμασκία σωμασκία, ἡ, bodily exercise, training of the body, esp. of an athletic kind, Xen., etc.
ShortDef
bodily exercise, training of the body
Debugging
Headword:
σωμασκία
Headword (normalized):
σωμασκία
Headword (normalized/stripped):
σωμασκια
IDX:
31984
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32020
Key:
swmaski/a
Data
{'content': 'σωμασκία\n σωμασκία, ἡ,\n bodily exercise, training of the body, esp. of an athletic kind, Xen., etc.', 'key': 'swmaski/a'}