Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
σωμάτιον
σωματοειδής
σωματοποιέω
σωματοφθορέω
σωματοφυλάκιον
σωπάω
View word page
σωλήν
σωλήν .σωλήν, ῆνος, ὁ, a channel, gutter, pipe, Hdt.

ShortDef

a channel, gutter, pipe

Debugging

Headword:
σωλήν
Headword (normalized):
σωλήν
Headword (normalized/stripped):
σωλην
IDX:
31981
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32017
Key:
swlh/n

Data

{'content': 'σωλήν\n .σωλήν, ῆνος, ὁ,\n a channel, gutter, pipe, Hdt.', 'key': 'swlh/n'}