Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
σωλήν
σῶμα
σωμασκέω
σωμασκία
σωματικός
View word page
σωκέω
σωκέω only in pres. to have strength, Aesch. c. inf. to be in a condition to do, Soph.
ShortDef
to have strength
Debugging
Headword:
σωκέω
Headword (normalized):
σωκέω
Headword (normalized/stripped):
σωκεω
IDX:
31975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32011
Key:
swke/w
Data
{'content': 'σωκέω\n only in pres.\n to have strength, Aesch.\n c. inf. to be in a condition to do, Soph.', 'key': 'swke/w'}