Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
Σωκρατικός
View word page
σχολαστής
σχολαστής σχολαστής, οῦ, ὁ, σχολάζω one who lives at ease, Plut. as adj. leisurely, idle, βίος Plut.
ShortDef
one who lives at ease
Debugging
Headword:
σχολαστής
Headword (normalized):
σχολαστής
Headword (normalized/stripped):
σχολαστης
IDX:
31970
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32006
Key:
sxolasth/s
Data
{'content': 'σχολαστής\n σχολαστής, οῦ, ὁ,\n σχολάζω\n one who lives at ease, Plut.\n as adj. leisurely, idle, βίος Plut.', 'key': 'sxolasth/s'}