Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
Σωκρατίδιον
View word page
σχολαστήριον
σχολαστήριον σχολαστήριον, ου, τό, a place for passing leisure in, Plut.
ShortDef
a place for passing leisure in
Debugging
Headword:
σχολαστήριον
Headword (normalized):
σχολαστήριον
Headword (normalized/stripped):
σχολαστηριον
IDX:
31969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32005
Key:
sxolasth/rion
Data
{'content': 'σχολαστήριον\n σχολαστήριον, ου, τό,\n a place for passing leisure in, Plut.', 'key': 'sxolasth/rion'}