Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
Σωκράτης
View word page
σχολαιότης
σχολαιότης σχολαιότης, ητος, ἡ, leisureliness, laziness, Thuc.

ShortDef

leisureliness, laziness

Debugging

Headword:
σχολαιότης
Headword (normalized):
σχολαιότης
Headword (normalized/stripped):
σχολαιοτης
IDX:
31968
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32004
Key:
sxolaio/ths

Data

{'content': 'σχολαιότης\n σχολαιότης, ητος, ἡ,\n leisureliness, laziness, Thuc.', 'key': 'sxolaio/ths'}