Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
σῴζω
σωκέω
σῶκος
Σωκρατέω
View word page
σχολαῖος
σχολαῖος σχολαῖος, α, ον σχολή at oneʼs leisure, leisurely, tardy, Thuc., Xen.:—adv. -ως, Xen.; comp. σχολαίτερα Hdt.; or -αίτερον, Thuc.; Sup. -αίτατα, Xen.
ShortDef
at one's leisure, leisurely, tardy
Debugging
Headword:
σχολαῖος
Headword (normalized):
σχολαῖος
Headword (normalized/stripped):
σχολαιος
IDX:
31967
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32003
Key:
sxolai=os
Data
{'content': 'σχολαῖος\n σχολαῖος, α, ον\n σχολή\n at oneʼs leisure, leisurely, tardy, Thuc., Xen.:—adv. -ως, Xen.; comp. σχολαίτερα Hdt.; or -αίτερον, Thuc.; Sup. -αίτατα, Xen.', 'key': 'sxolai=os'}