Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀβίαστος
ἄβιος
ἀβίωτος
ἀβλάβεια
ἀβλαβής
ἀβλέφαρος
ἀβλής
ἄβλητος
ἀβληχής
ἀβληχρός
ἀβληχρώδης
ἀβοήθητος
ἀβοητί
ἀβόητος
ἀβόσκητος
ἀβουκόλητος
ἀβουλέω
ἀβουλία
ἄβουλος
ἀβούτης
ἀβριθής
View word page
ἀβληχρώδης
ἀβληχρώδης = ἀβληχρός of sheep, Babr.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀβληχρώδης
Headword (normalized):
ἀβληχρώδης
Headword (normalized/stripped):
αβληχρωδης
IDX:
32
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n32
Key:
a)blhxrw/dhs

Data

{'content': 'ἀβληχρώδης\n = ἀβληχρός\n of sheep, Babr.', 'key': 'a)blhxrw/dhs'}