Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
σχολή
σχόλιον
View word page
σχοινοβάτης
σχοινοβάτης σχοινο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ, βαίνω a rope-dancer, schoenobates in Juven.
ShortDef
a rope-dancer, schoenobates
Debugging
Headword:
σχοινοβάτης
Headword (normalized):
σχοινοβάτης
Headword (normalized/stripped):
σχοινοβατης
IDX:
31963
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31999
Key:
sxoinoba/ths
Data
{'content': 'σχοινοβάτης\n σχοινο-βάτης (ᾰ), ου, ὁ,\n βαίνω\n a rope-dancer, schoenobates in Juven.', 'key': 'sxoinoba/ths'}