Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
σχολαστήριον
σχολαστής
σχολαστικός
View word page
σχοινῖτις
σχοινῖτις σχοινῖτις, ιδος, ἡ, σχοῖνος made of rushes, Anth.

ShortDef

made of rushes

Debugging

Headword:
σχοινῖτις
Headword (normalized):
σχοινῖτις
Headword (normalized/stripped):
σχοινιτις
IDX:
31961
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31997
Key:
sxoini=tis

Data

{'content': 'σχοινῖτις\n σχοινῖτις, ιδος, ἡ,\n σχοῖνος\n made of rushes, Anth.', 'key': 'sxoini=tis'}