Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
σχολαῖος
σχολαιότης
View word page
σχοινίον
σχοινίον σχοινίον, ου, τό, Dim. of σχοῖνος III a cord, Hdt., etc.
ShortDef
a cord
Debugging
Headword:
σχοινίον
Headword (normalized):
σχοινίον
Headword (normalized/stripped):
σχοινιον
IDX:
31958
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31994
Key:
sxoini/on
Data
{'content': 'σχοινίον\n σχοινίον, ου, τό,\n Dim. of σχοῖνος III\n a cord, Hdt., etc.', 'key': 'sxoini/on'}