Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
σχοῖνος
σχοινοτενής
σχολάζω
View word page
σχιστός
σχιστός σχιστός, ή, όν σχίζω parted, divided, Soph., Eur.
ShortDef
parted, divided
Debugging
Headword:
σχιστός
Headword (normalized):
σχιστός
Headword (normalized/stripped):
σχιστος
IDX:
31956
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31992
Key:
sxisto/s
Data
{'content': 'σχιστός\n σχιστός, ή, όν\n σχίζω\n parted, divided, Soph., Eur.', 'key': 'sxisto/s'}