Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
σχοινῖτις
σχοινίων
σχοινοβάτης
View word page
σχίσις
σχίσις σχίσις (ῐ), εως, σχίζω a cleaving, cleavage, parting, division, Plat.
ShortDef
a cleaving, cleavage, parting, division
Debugging
Headword:
σχίσις
Headword (normalized):
σχίσις
Headword (normalized/stripped):
σχισις
IDX:
31953
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31989
Key:
sxi/sis
Data
{'content': 'σχίσις\n σχίσις (ῐ), εως,\n σχίζω\n a cleaving, cleavage, parting, division, Plat.', 'key': 'sxi/sis'}