Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
σχοινίς
View word page
σχίζω
σχίζω Root !σχιδ to split, cleave, Hes.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i. e. divided them into twelve parts, Hhymn.; σχ. κάρα πελέκει Soph. generally, to part, separate, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.:—Pass., ἐσχίσθη ὁ ποταμός Soph.; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Soph.; ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι their opinions were divided, Soph.

ShortDef

to split, cleave

Debugging

Headword:
σχίζω
Headword (normalized):
σχίζω
Headword (normalized/stripped):
σχιζω
IDX:
31950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31986
Key:
sxi/zw

Data

{'content': 'σχίζω\n Root !σχιδ\n to split, cleave, Hes.; ἔσχισε δώδεκα μοίρας, i. e. divided them into twelve parts, Hhymn.; σχ. κάρα πελέκει Soph.\n generally, to part, separate, Νεῖλος μέσην Αἴγυπτον σχίζων Hdt.:—Pass., ἐσχίσθη ὁ ποταμός Soph.; Νεῖλος σχίζεται τριφασίας ὁδούς branches into three channels, Soph.; ἐσχίζοντό σφεων αἱ γνῶμαι their opinions were divided, Soph.', 'key': 'sxi/zw'}