Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
σχοινισμός
View word page
σχίζα
σχίζα σχίζω a piece of wood cleft off, a lath, splinter, Lat. scindula, Od., Ar.: in pl. cleft wood, fire-wood, Hom. an arrow, Anth.
ShortDef
a piece of wood cleft off, a lath, splinter
Debugging
Headword:
σχίζα
Headword (normalized):
σχίζα
Headword (normalized/stripped):
σχιζα
IDX:
31949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31985
Key:
sxi/za
Data
{'content': 'σχίζα\n σχίζω\n a piece of wood cleft off, a lath, splinter, Lat. scindula, Od., Ar.: in pl. cleft wood, fire-wood, Hom.\n an arrow, Anth.', 'key': 'sxi/za'}