Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
σχίσις
σχίσμα
σχισμός
σχιστός
σχοίνινος
σχοινίον
View word page
σχίδαξ
σχίδαξ σχίδαξ, ακος, = σχίζα, Anth.
ShortDef
piece of wood cut off, lath, splinter
Debugging
Headword:
σχίδαξ
Headword (normalized):
σχίδαξ
Headword (normalized/stripped):
σχιδαξ
IDX:
31948
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31984
Key:
sxi/dac
Data
{'content': 'σχίδαξ\n σχίδαξ, ακος,\n = σχίζα, Anth.', 'key': 'sxi/dac'}