Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
σχῖνος
View word page
σχέτλιος
σχέτλιος of persons, properly, unwearying, σχέτλιος ἐσσι Il. in bad sense, unflinching, cruel, merciless, Hom.: —so in Attic, wicked, Dem., etc.:—of beasts, savage, Hdt. like τλήμων, miserable, wretched, unhappy, Aesch., Eur.; often with a notion of contempt, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν O most wretched fool! Hdt.; ὦ σχέτλιε Soph.; c. gen., ὦ σχετλία τῶν πόνων O wretched for thy sufferings, Eur. of things, σχ. ὕπνος cruel sleep, during which Odysseus was abandoned by his companions, Od.; σχέτλια ἔργα cruel, shocking doings, Od.; σχέτλια παθεῖν Eur., etc.; σχ. καὶ δεινά Ar.: also, σχέτλια ἐστί, c. acc. et inf., Soph. adv. -ίως, Isocr.

ShortDef

unwearying

Debugging

Headword:
σχέτλιος
Headword (normalized):
σχέτλιος
Headword (normalized/stripped):
σχετλιος
IDX:
31942
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31978
Key:
sxe/tlios

Data

{'content': 'σχέτλιος\n of persons, properly, unwearying, σχέτλιος ἐσσι Il.\n in bad sense, unflinching, cruel, merciless, Hom.: —so in Attic, wicked, Dem., etc.:—of beasts, savage, Hdt.\n like τλήμων, miserable, wretched, unhappy, Aesch., Eur.; often with a notion of contempt, ὦ σχετλιώτατε ἀνδρῶν O most wretched fool! Hdt.; ὦ σχέτλιε Soph.; c. gen., ὦ σχετλία τῶν πόνων O wretched for thy sufferings, Eur.\n of things, σχ. ὕπνος cruel sleep, during which Odysseus was abandoned by his companions, Od.; σχέτλια ἔργα cruel, shocking doings, Od.; σχέτλια παθεῖν Eur., etc.; σχ. καὶ δεινά Ar.: also, σχέτλια ἐστί, c. acc. et inf., Soph.\n adv. -ίως, Isocr.', 'key': 'sxe/tlios'}