Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
σχίζω
σχινοκέφαλος
View word page
σχετλιασμός
σχετλιασμός from σχετλιάζω σχετλιασμός, οῦ, ὁ, passionate complaint, Thuc., Arist.
ShortDef
passionate complaint
Debugging
Headword:
σχετλιασμός
Headword (normalized):
σχετλιασμός
Headword (normalized/stripped):
σχετλιασμος
IDX:
31941
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31977
Key:
sxetliasmo/s
Data
{'content': 'σχετλιασμός\n from σχετλιάζω\n σχετλιασμός, οῦ, ὁ,\n passionate complaint, Thuc., Arist.', 'key': 'sxetliasmo/s'}