Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
σχίζα
View word page
σχετήριον
σχετήριον σχετήριον, ου, τό, σχεῖν a check, remedy, λιμοῦ against hunger, Eur.

ShortDef

a check, remedy

Debugging

Headword:
σχετήριον
Headword (normalized):
σχετήριον
Headword (normalized/stripped):
σχετηριον
IDX:
31939
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31975
Key:
sxeth/rion

Data

{'content': 'σχετήριον\n σχετήριον, ου, τό,\n σχεῖν\n a check, remedy, λιμοῦ against hunger, Eur.', 'key': 'sxeth/rion'}