Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
σχίδαξ
View word page
σχέσις
σχέσις σχέσις, εως, σχεῖν a state, condition, Luc. generally, the nature quality, fashion of a thing, Aesch., Xen., etc.
ShortDef
a state, condition
Debugging
Headword:
σχέσις
Headword (normalized):
σχέσις
Headword (normalized/stripped):
σχεσις
IDX:
31938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31974
Key:
sxe/sis
Data
{'content': 'σχέσις\n σχέσις, εως,\n σχεῖν\n a state, condition, Luc.\n generally, the nature quality, fashion of a thing, Aesch., Xen., etc.', 'key': 'sxe/sis'}