Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σχεδιάζω
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
σχηματισμός
σχηματοποιέω
View word page
σχερός
σχερός σχερός, οῦ, ὁ, σχεῖν found only in dat., ἐν σχερῷ in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pind.; cf. ἐπισχερώ.

ShortDef

in a line, one after another, uninterruptedly, successively

Debugging

Headword:
σχερός
Headword (normalized):
σχερός
Headword (normalized/stripped):
σχερος
IDX:
31937
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31973
Key:
sxero/s

Data

{'content': 'σχερός\n σχερός, οῦ, ὁ,\n σχεῖν\n found only in dat., ἐν σχερῷ in a line, one after another, uninterruptedly, successively, Pind.; cf. ἐπισχερώ.', 'key': 'sxero/s'}