Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σχαλίς
σχέδην
σχεδιάζω
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
σχετλιάζω
σχετλιασμός
σχέτλιος
σχῆμα
σχηματίζω
σχημάτιον
View word page
σχένδυλα
σχένδυλα σχένδῡλα, ἡ, σχεῖν a pair of pincers or tongs, Anth.
ShortDef
a pair of pincers
Debugging
Headword:
σχένδυλα
Headword (normalized):
σχένδυλα
Headword (normalized/stripped):
σχενδυλα
IDX:
31935
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31971
Key:
sxe/ndula
Data
{'content': 'σχένδυλα\n σχένδῡλα, ἡ,\n σχεῖν\n a pair of pincers or tongs, Anth.', 'key': 'sxe/ndula'}