σχεδόν
σχεδόν
σχεῖν, aor2 of σχέδιος
of Place, close, near, hard by, nigh, Lat. cominus, Hom., Hes.; σχεδὸν οὔτασε Il.; c. gen., γαίης σχ. Od.; c. dat., νῆσοι σχεδὸν ἀλλήλῃσι Il.
with Verbs of motion, σχ. ἐλθεῖν, ἰέναι Hom.
metaph. of relationship, Od.
of Time, θάνατος δή τοι σχ. ἐστιν Il.; σοὶ δὲ γάμος σχ. ἐστι Od.
of Degree, nearly, all but, almost, just, σχ. ταὐτά Hdt.; σχ. πάντες Hdt., etc.
with Verbs, esp. of saying or knowing, σχ. ἐπίσταμαι satis scio, Soph.; σχ. οἶδα Eur.