Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφῦρα
σφυρήλατος
σφυρόν
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίς
σχέδην
σχεδιάζω
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
σχέσις
σχετήριον
View word page
σχεδίην
σχεδίην acc. fem. of σχέδιος of Place, near, close at hand, Lat. cominus, Il. of Time, straightway, at once, Babr.
ShortDef
near, close at hand
Debugging
Headword:
σχεδίην
Headword (normalized):
σχεδίην
Headword (normalized/stripped):
σχεδιην
IDX:
31929
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31965
Key:
sxedi/hn
Data
{'content': 'σχεδίην\n acc. fem. of σχέδιος\n of Place, near, close at hand, Lat. cominus, Il.\n of Time, straightway, at once, Babr.', 'key': 'sxedi/hn'}