Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφυδάω
σφύζω
σφῦρα
σφυρήλατος
σφυρόν
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίς
σχέδην
σχεδιάζω
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
σχερός
View word page
σχεδιάζω
σχεδιάζω σχεδιάζω, fut. -άσω σχέδιος to do a thing off-hand, Plat.
ShortDef
to do
Debugging
Headword:
σχεδιάζω
Headword (normalized):
σχεδιάζω
Headword (normalized/stripped):
σχεδιαζω
IDX:
31927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31963
Key:
sxedia/zw
Data
{'content': 'σχεδιάζω\n σχεδιάζω,\n fut. -άσω\n σχέδιος\n to do a thing off-hand, Plat.', 'key': 'sxedia/zw'}