Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφυγμώδης
σφυδάω
σφύζω
σφῦρα
σφυρήλατος
σφυρόν
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίς
σχέδην
σχεδιάζω
σχεδία
σχεδίην
σχέδιος
σχεδόθεν
σχεδόν
σχέθω
σχελίς
σχένδυλα
Σχερία
View word page
σχέδην
σχέδην σχεῖν, aor2 of ἔχω gently, thoughtfully, Xen.
ShortDef
gently, thoughtfully
Debugging
Headword:
σχέδην
Headword (normalized):
σχέδην
Headword (normalized/stripped):
σχεδην
IDX:
31926
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31962
Key:
sxe/dhn
Data
{'content': 'σχέδην\n σχεῖν, aor2 of ἔχω\n gently, thoughtfully, Xen.', 'key': 'sxe/dhn'}