Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
σφός
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγίζω
σφράγισμα
σφραγίς
σφριγάω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφύζω
σφῦρα
σφυρήλατος
σφυρόν
σφωΐτερος
σχαδών
σχάζω
σχαλίς
View word page
σφυγμός
σφυγμός σφυγμός, οῦ, ὁ, σφύζω a throbbing of parts, pulsation, vibration, Plut.
ShortDef
a throbbing of parts, pulsation, vibration
Debugging
Headword:
σφυγμός
Headword (normalized):
σφυγμός
Headword (normalized/stripped):
σφυγμος
IDX:
31915
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31951
Key:
sfugmo/s
Data
{'content': 'σφυγμός\n σφυγμός, οῦ, ὁ,\n σφύζω\n a throbbing of parts, pulsation, vibration, Plut.', 'key': 'sfugmo/s'}