Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
σφός
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγίζω
σφράγισμα
σφραγίς
σφριγάω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφύζω
View word page
σφόνδυλος
σφόνδυλος σφόνδῠλος, ὁ, a vertebra, Ar.:—in pl. the backbone, spine, or the neck, Eur. Lat. verticillus, the round weight attached to a spindle, Plat.

ShortDef

a vertebra

Debugging

Headword:
σφόνδυλος
Headword (normalized):
σφόνδυλος
Headword (normalized/stripped):
σφονδυλος
IDX:
31908
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31944
Key:
sfo/ndulos

Data

{'content': 'σφόνδυλος\n σφόνδῠλος, ὁ,\n a vertebra, Ar.:—in pl. the backbone, spine, or the neck, Eur.\n Lat. verticillus, the round weight attached to a spindle, Plat.', 'key': 'sfo/ndulos'}