Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
σφός
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγίζω
σφράγισμα
σφραγίς
σφριγάω
σφυγμός
σφυγμώδης
View word page
σφονδύλιος
σφονδύλιος σφονδύλιος (ῠ), ὁ, like σφόνδυλος, a vertebra, Il.

ShortDef

a vertebra

Debugging

Headword:
σφονδύλιος
Headword (normalized):
σφονδύλιος
Headword (normalized/stripped):
σφονδυλιος
IDX:
31906
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31942
Key:
sfondu/lios

Data

{'content': 'σφονδύλιος\n σφονδύλιος (ῠ), ὁ,\n like σφόνδυλος, a vertebra, Il.', 'key': 'sfondu/lios'}