Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
σφός
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγίζω
σφράγισμα
σφραγίς
View word page
σφοδρότης
σφοδρότης from σφοδρός σφοδρότης, ητος, ἡ, vehemence, violence, Xen.
ShortDef
vehemence, violence
Debugging
Headword:
σφοδρότης
Headword (normalized):
σφοδρότης
Headword (normalized/stripped):
σφοδροτης
IDX:
31903
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31939
Key:
sfodro/ths
Data
{'content': 'σφοδρότης\n from σφοδρός\n σφοδρότης, ητος, ἡ,\n vehemence, violence, Xen.', 'key': 'sfodro/ths'}