Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
σφός
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγίζω
σφράγισμα
View word page
σφοδρός
σφοδρός .σφοδρός, ά, όν vehement, violent, excessive, Thuc., etc. of men, violent, impetuous, Plat.: also strong, robust, Xen.
ShortDef
vehement, violent, excessive
Debugging
Headword:
σφοδρός
Headword (normalized):
σφοδρός
Headword (normalized/stripped):
σφοδρος
IDX:
31902
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31938
Key:
sfodro/s
Data
{'content': 'σφοδρός\n .σφοδρός, ά, όν\n vehement, violent, excessive, Thuc., etc.\n of men, violent, impetuous, Plat.: also strong, robust, Xen.', 'key': 'sfodro/s'}