Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
σφόνδυλος
View word page
σφίγκτωρ
σφίγκτωρ σφίγκτωρ, ορος, ὁ, poetic for σφιγκτήρ, Anth.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
σφίγκτωρ
Headword (normalized):
σφίγκτωρ
Headword (normalized/stripped):
σφιγκτωρ
IDX:
31898
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31934
Key:
sfi/gktwr
Data
{'content': 'σφίγκτωρ\n σφίγκτωρ, ορος, ὁ,\n poetic for σφιγκτήρ, Anth.', 'key': 'sfi/gktwr'}