Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
σφονδυλοδίνητος
View word page
σφιγκτός
σφιγκτός σφιγκτός, ή, όν verb. adj. of σφίγγω tight-bound: neut. pl. σφιγκτά as adv., Anth.
ShortDef
tight-bound
Debugging
Headword:
σφιγκτός
Headword (normalized):
σφιγκτός
Headword (normalized/stripped):
σφιγκτος
IDX:
31897
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31933
Key:
sfigkto/s
Data
{'content': 'σφιγκτός\n σφιγκτός, ή, όν\n verb. adj. of σφίγγω\n tight-bound: neut. pl. σφιγκτά as adv., Anth.', 'key': 'sfigkto/s'}