Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
Σφίγξ
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφονδύλη
σφονδύλιος
View word page
σφιγκτήρ
σφιγκτήρ σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ, from σφίγγω a band, lace, Anth.

ShortDef

a band, lace

Debugging

Headword:
σφιγκτήρ
Headword (normalized):
σφιγκτήρ
Headword (normalized/stripped):
σφιγκτηρ
IDX:
31896
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31932
Key:
sfigkth/r

Data

{'content': 'σφιγκτήρ\n σφιγκτήρ, ῆρος, ὁ,\n from σφίγγω\n a band, lace, Anth.', 'key': 'sfigkth/r'}