Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφηκιά
σφηκίσκος
σφηκόω
σφηκώδης
σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγκτωρ
View word page
σφηνοπώγων
σφηνοπώγων σφηνο-πώγων, ωνος, ὁ, with peaked beard, Luc.
ShortDef
with peaked beard
Debugging
Headword:
σφηνοπώγων
Headword (normalized):
σφηνοπώγων
Headword (normalized/stripped):
σφηνοπωγων
IDX:
31888
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31924
Key:
sfhnopw/gwn
Data
{'content': 'σφηνοπώγων\n σφηνο-πώγων, ωνος, ὁ,\n with peaked beard, Luc.', 'key': 'sfhnopw/gwn'}