Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφενδονητικός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφηκιά
σφηκίσκος
σφηκόω
σφηκώδης
σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
View word page
σφηνοκέφαλος
σφηνοκέφαλος σφηνο-κέφᾰλος, ον, κεφαλή with peaked head, Strab.

ShortDef

with peaked head

Debugging

Headword:
σφηνοκέφαλος
Headword (normalized):
σφηνοκέφαλος
Headword (normalized/stripped):
σφηνοκεφαλος
IDX:
31887
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31923
Key:
sfhnoke/falos

Data

{'content': 'σφηνοκέφαλος\n σφηνο-κέφᾰλος, ον,\n κεφαλή\n with peaked head, Strab.', 'key': 'sfhnoke/falos'}