Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφηκιά
σφηκίσκος
σφηκόω
σφηκώδης
σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
σφιγκτήρ
View word page
σφήκωμα
σφήκωμα σφήκωμα, ατος, τό, the point of a helmet where the plume is fixed in, Ar.
ShortDef
the point of a helmet where the plume is fixed in
Debugging
Headword:
σφήκωμα
Headword (normalized):
σφήκωμα
Headword (normalized/stripped):
σφηκωμα
IDX:
31886
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31922
Key:
sfh/kwma
Data
{'content': 'σφήκωμα\n σφήκωμα, ατος, τό,\n the point of a helmet where the plume is fixed in, Ar.', 'key': 'sfh/kwma'}