Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφενδόνη
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφηκιά
σφηκίσκος
σφηκόω
σφηκώδης
σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφηττός
σφιγγίον
σφίγγω
View word page
σφηκώδης
σφηκώδης σφηκ-ώδης, ες wasp-like, pinched in at the waist like a wasp, Ar.

ShortDef

wasp-like, pinched in at the waist like a wasp

Debugging

Headword:
σφηκώδης
Headword (normalized):
σφηκώδης
Headword (normalized/stripped):
σφηκωδης
IDX:
31885
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31921
Key:
sfhkw/dhs

Data

{'content': 'σφηκώδης\n σφηκ-ώδης, ες\n wasp-like, pinched in at the waist like a wasp, Ar.', 'key': 'sfhkw/dhs'}