Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

σφεῖς
σφέλας
σφενδάμνινος
σφένδαμνος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
σφηκιά
σφηκίσκος
σφηκόω
σφηκώδης
σφήκωμα
σφηνοκέφαλος
σφηνοπώγων
σφήν
σφήξ
View word page
σφετεριστής
σφετεριστής σφετεριστής, οῦ, ὁ, from σφετερίζω an appropriator, Arist.

ShortDef

an appropriator

Debugging

Headword:
σφετεριστής
Headword (normalized):
σφετεριστής
Headword (normalized/stripped):
σφετεριστης
IDX:
31880
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n31916
Key:
sfeteristh/s

Data

{'content': 'σφετεριστής\n σφετεριστής, οῦ, ὁ,\n from σφετερίζω\n an appropriator, Arist.', 'key': 'sfeteristh/s'}